Γεννάδιος Β' Σχολάριος Θεολόγος, συγγραφέας και πρώτος μετά την Άλωση (1453) πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως (1454-1456).
Εξέχουσα φυσιογνωμία του 15ου αιώνα, σφράγισε με την πολύπλευρη δράση του την πορεία και την εξέλιξη του Ελληνισμού και της Ορθόδοξης Ανατολικής Εκκλησίας. Γόνος εύπορης οικογένειας από τη Θεσσαλία, γεννήθηκε, μορφώθηκε και έδρασε στην Κωνσταντινούπολη σε μια εποχή βαθιά σημαδεμένη από έντονες εκκλησιαστικο-πολιτικές μεταλλαγές. Ο χρόνος της γέννησης του τοποθετείται μεταξύ των ετών 1398 και 1400.
Το κοσμικό του όνομα ήταν Γεώργιος. Η επωνυμία Σχολάριος θεωρείται οικογενειακή και προέρχεται πιθανότατα από αξίωμα μέλους της οικογένειας του στον στρατό ή στα ανάκτορα. Ασαφής παραμένει η προέλευση του ονόματος Κουρτέσιος ή Κορτέσιος, που του αποδίδεται κυρίως στους μεταγενέστερους χρόνους. Είναι μάλλον απίθανο να προέρχεται από εκλατινισμό του Σχολάριος, δεδομένου ότι ο Γεννάδιος υπήρξε αντιλατινιστής και συχνά κατηγόρησε εκείνους που συνήθιζαν να εκλατινίζουν το όνομα τους. Το περισσότερο πιθανό είναι να πρόκειται για μεταγενέστερη παρεμβολή, που απαντά άλλωστε μόνο σε αμφιβαλλόμενα έργα του, και που εξυπηρετούσε προφανείς σκοπιμότητες.
Το γεγονός ότι η οικογένεια του ήταν εύπορη, του έδωσε τη δυνατότητα να αποκτήσει ευρύτατη μόρφωση. Δεν υπάρχουν σαφείς μαρτυρίες αν σπούδασε σε συγκεκριμένη σχολή ή αν μαθήτευσε κοντά σε κάποιον δάσκαλο της εποχής του. Ο ίδιος μαρτυρεί ότι υπήρξε αυτοδίδακτος, θεωρείται όμως βέβαιο ότι παρακολούθησε μαθήματα επιφανών δασκάλων, όπως του Δαμασκηνού θεοκλήτου, του νομοδιδασκάλου Μεθοδίου, ίσως του Γεωργίου Γεμιστού ή Πλήθωνος, καθώς και του Συμεών θεσσαλονίκης. Η έμφυτη πολυμάθεια και η ευφυΐα του τον βοήθησαν να επιδοθεί με ζήλο στις σπουδές της ρητορικής, της τακτικής, της φιλοσοφίας, της θεολογίας και της νομικής. Για να διευρύνει τις φιλοσοφικές και θεολογικές γνώσεις του, εξάλλου, έμαθε άριστα τη λατινική γλώσσα, από την οποία μετέφρασε ή σχολίασε πολλά έργα κλασικών Ελλήνων και Λατίνων εκκλησιαστικών συγγραφέων. Έτσι, σε πολύ νεαρή ηλικία πέτυχε να διακριθεί για την εξαίρετη μόρφωση του και συνδέθηκε με όλες σχεδόν τις εξέχουσες πνευματικές προσωπικότητες της εποχής του. Ιδιαίτερο δεσμό δημιούργησε με τον μητροπολίτη Εφέσου Μάρκο Ευγενικό, του οποίου έγινε πνευματικό τέκνο και τον διαδέχθηκε στον αγώνα κατά της ένωσης με τη Δυτική Εκκλησία ως αρχηγός των ανθενωτικών.
Πρώτο επάγγελμα που άσκησε ο Σχολάριος ήταν του δασκάλου. Από πολύ νωρίς ίδρυσε στο σπίτι του ιδιωτική σχολή, όπου δίδασκε γραμματική, ρητορική και φιλοσοφία.
Η φήμη του ως δασκάλου, η μεγάλη του μόρφωση και η σύνδεση του με τα ανάκτορα έδωσαν τη δυνατότητα στον Σχολάριο να καταλάβει σημαντικές διοικητικές θέσεις. Με την υποστήριξη του Κωνσταντίνου Παλαιολόγου, με τον οποίο συνδεόταν στενά, διορίστηκε από τον αυτοκράτορα «καθολικός κριτής των Ρωμαίων» (ανώτατο δικαστικό αξίωμα της εποχής) και «καθολικός σεκρετάριος του βασιλέως Ιωάννου». Παράλληλα διαδέχθηκε τον Ιωσήφ Βρυέννιο στη θέση του καθηγητή της θεολογίας στη βασιλική Ακαδημία, όπου κάθε Παρασκευή οργάνωνε θεολογικές συζητήσεις με συμμετοχή της βασιλικής οικογένειας, των επίσημων αυλικών και πλήθους ακροατών της πόλης. Με την κατάληψη των θέσεων αυτών αρχίζει και η λαμπρή πολιτική και εκκλησιαστική σταδιοδρομία του Σχολάριου. Γρήγορα καθιερώθηκε ως ο κορυφαίος νομικός, θεολόγος και φιλόσοφος της πόλης και η φήμη του ξεπέρασε τα όρια της αυτοκρατορίας. Ήταν λοιπόν εύλογο να ζητηθεί η συμβολή του και η συνεργασία του από τον Ιωάννη Η' Παλαιολόγο στην ενωτική του πολιτική με τη Δυτική Εκκλησία στα πλαίσια της προσπάθειας του να εξασφαλίσει οικονομική και στρατιωτική βοήθεια για την αντιμετώπιση του συνεχώς αυξανόμενου τουρκικού κινδύνου.
Σε μία από τις προκαταρκτικές συνεδρίες που πραγματοποιήθηκαν στα ανάκτορα, ο Γεννάδιος κλήθηκε να εκφράσει τη γνώμη του. Η κλήση του αυτή πρέπει να στηρίχτηκε όχι μόνο στην ιδιότητα του ως γενικού συμβούλου του αυτοκράτορα, αλλά και σ' εκείνη του αναγνωρισμένου θεολόγου. Στη συνεδρία ο Σχολάριος εκφώνησε συμβουλευτικό λόγο, με τον οποίο τάχθηκε κατά της μετάβασης των Ορθοδόξων στην Ιταλία και της συμμετοχής τους σε ενωτική σύνοδο, εφόσον δεν εξασφαλίζονταν οι αναγκαίες προϋποθέσεις για μια δογματική ένωση, αφού προηγουμένως επιλύονταν όλες οι χωρίζουσες τις δύο εκκλησίες θεολογικές διαφορές. Ο λόγος αυτός, του οποίου περίληψη διέσωσε ο Σ. Συρόπουλος στα Απομνημονεύματα του, απηχεί τον γενικό προβληματισμό που επικρατούσε στην Κωνσταντινούπολη την εποχή εκείνη σχετικά με τη σκοπιμότητα της ορθόδοξης συμμετοχής σε μια σύνοδο στην Ιταλία που θα απέβλεπε σε μια συμβατική και κατ' οικονομίαν ένωση με αντάλλαγμα την αμφισβητούμενη παροχή οικονομικής και στρατιωτικής βοήθειας εκ μέρους του πάπα.
Στη Σύνοδο της Φερράρας-Φλωρεντίας (1438-1439) ο Σχολάριος έφθασε με καθυστέρηση αρκετών μηνών, πιθανώς εξαιτίας ανειλημμένων υποχρεώσεων του στις θέσεις που κατείχε. Το ερώτημα για το ποια υπήρξε η στάση του κατά τις συζητήσεις που έγιναν στη Σύνοδο απασχόλησε έντονα την επιστημονική έρευνα μέχρι τις μέρες μας. Η άποψη που επικράτησε περισσότερο (και υποστηρίζεται κυρίως από ρωμαιοκαθολικούς κύκλους, για λόγους ευνόητους) εμφανίζει τον Σχολάριο ένθερμο υποστηρικτή της ένωσης, όπως αυτή μεθοδευόταν από τους Λατίνους, για την οποία εργάστηκε με ζήλο και μάλιστα εκφώνησε και σχετικούς φιλολατινικούς λόγους.
Μια άλλη θεωρία, στην προσπάθεια της να επιλύσει τα ανακύπτοντα προβλήματα που εμφάνιζε η προηγούμενη άποψη, διατύπωσε την εκδοχή της ύπαρξης δύο Σχολαρίων, ενός φιλενωτικού και ενός ανθενωτικού, του μετέπειτα πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως, η οποία όμως σήμερα έχει εγκαταλειφθεί γιατί δεν στηρίζεται σε αντικειμενικά επιχειρήματα. Τέλος, μια νεώτερη θεωρία, στηριζόμενη σχεδόν αποκλειστικά στα ίδια τα έργα του, εμφανίζει τον Σχολάριο έντονα ανθενωτικό και εργασθέντα για την αποτροπή της από τον πάπα και τους «ενωτικούς» Ορθόδοξους μεθοδευόμενης ψευδένωσης. Τα επιχειρήματα που προσάγονται για τη στήριξη της θεωρίας αυτής συνοψίζονται στις εξής διαπιστώσεις: πρώτον, τα αποδιδόμενα στον Σχολάριο έργα φιλολατινικού περιεχομένου (όπως ειδικά οι λόγοι που φέρεται να έχει εκφωνήσει κατά τη σύνοδο) είναι νόθα και αποτελούν μεταγενέστερες προσθήκες στο κύριο σώμα των γνήσιων συγγραμμάτων του' δεύτερον, η ιδιότητα του Σχολάριου ως λαϊκού δεν του επέτρεπε να λάβει ενεργό μέρος στις συζητήσεις και πολύ περισσότερο να εκφωνήσει λόγους, εφόσον ο ίδιος ο αυτοκράτορας ρητά είχε απαγορεύσει τη συμμετοχή των λαϊκών στη σύνοδο- τρίτον, ο ίδιος ο Σχολάριος μαρτυρεί (Άπαντα, II, 258) ότι ήταν ο συντάκτης του λόγου που εκφώνησε ο Βησσαρίων στη σύνοδο και αντέκρουσε τις θεωρίες του Λατίνου αρχιεπισκόπου Ρόδου Ανδρέα' και τέταρτον εξέφρασε ο ίδιος την έντονη δυσφορία του για την αλλαγή της στάσης των μετριοπαθών «ενωτικών», οι οποίοι αποδέχτηκαν τελικά τις απαιτήσεις των Λατίνων (Άπαντα III, 110-113), γι' αυτό και προτίμησε να αποχωρήσει μαζί με τον αδελφό του αυτοκράτορα Δημήτριο και τον φιλόσοφο Γεώργιο Γεμιστό ή Πλήθωνα, πριν να υπογραφεί ο τελικός Όρος της ένωσης, και να καταφύγει στη Βενετία και από εκεί στην Κωνσταντινούπολη.
Μετά την επιστροφή του στην Κωνσταντινούπολη, ο Σχολάριος δεν εμφανίζεται να παίρνει ενεργό μέρος, τουλάχιστον κατά τα πρώτα έτη από την υπογραφή της ένωσης, στις διαμάχες μεταξύ «ενωτικών» και «ανθενωτικών». Διατήρησε τα αξιώματα που κατείχε στα ανάκτορα, καθώς και τη θέση του επίσημου θεολόγου, παραδίδοντας τα τακτικά μαθήματα του κάθε Παρασκευή. Μόλις το 1444, μετά από προτρεπτική επιστολή του φίλου και δασκάλου του Μάρκου Ευγενικού, εμφανίζεται στο προσκήνιο και λαμβάνει ενεργό μέρος στον ανθενωτικό αγώνα. Το επόμενο έτος (1445) ορίζεται ως ο κύριος ομιλητής σε διάσκεψη, που πραγματοποιήθηκε στο παλάτι του Ξυλαλά με τη συμμετοχή λατινικής αντιπροσωπείας με αρχηγό τον επίσκοπο Βορτώνης Βαρθολομαίο Λαπάτσι, για την ανανέωση του ενωτικού όρου. Στις διεξαχθείσες συζητήσεις ο Σχολάριος κατέρριψε τα επιχειρήματα των Λατίνων και απέκρουσε τη λατινική διδασκαλία του filloque. Οι δημόσιες αυτές συζητήσεις του Σχολάριου, τις οποίες αμέσως μετά συνέθεσε σε ογκώδες σύγγραμμα με τίτλο Περί της εκπορεύσεως του Αγίου Πνεύματος, αποτελούν την απαρχή της δημόσιας δράσης του εναντίον των αποφάσεων της Συνόδου της Φλωρεντίας. Προηγουμένως, ο Μάρκος Ευγενικός, λίγο πριν από τον θάνατο του, του είχε επίσημα αναθέσει την αρχηγία των ανθενωτικών. Παράλληλα ο Σχολάριος εξακολούθησε να προσφέρει τις υπηρεσίες του στο κράτος και στα ανάκτορα (πιθανόν με μικρή μόνο διακοπή μεταξύ των ετών 1446-1447). Η ανθενωτική του δραστηριότητα δεν φαίνεται να επηρέασε σοβαρά την εύνοια του αυτοκράτορα Ιωάννη Η' προς το πρόσωπο του, ούτε και του διαδόχου του (από το 1448) Κωνσταντίνου ΙΑ' Παλαιολόγου (μαρτυρίες για την αγαθή συνεργασία του, κυρίως με τον Κωνσταντίνο, παραθέτει ο Σχολάριος στα συγγράμματα του' βλ. Άπαντα IV, 470-472). Παρ' όλα αυτά, το 1450 ο Σχολάριος αποφάσισε να εγκαταλείψει τα κοσμικά αξιώματα και τις απoλαυές τους και να ενδυθεί το μοναχικό σχήμα, σε στιγμή μάλιστα που, όπως ο ίδιος μαρτυρεί, οι σχέσεις του με το παλάτι ήταν άριστες (Απαντα, IV, 472). Η απόφαση του αυτή αποτελούσε εκπλήρωση παλαιάς του επιθυμίας, αλλά και συμμόρφωση προς σχετική προτροπή του πνευματικού του πατέρα Μάρκου Ευγενικού. Εγκατέλειψε τη Μονή του Παντοκράτορα, όπου διέμενε μετά τον θάνατο των γονέων του, και εισήλθε στην κοινοβιακή Μονή του Χαρσιανείτου με το όνομα Γεννάδιος.
Από τη θέση αυτή επιδόθηκε απερίσπαστα στον ανθενωτικό του αγώνα, συγγράφοντας αντιλατινικά έργα και καθοδηγώντας τους ομόφρονές του στη μη αποδοχή των όρων της Συνόδου της Φλωρεντίας. Σπουδαία δραστηριότητα του Γενναδίου κατά την περίοδο αυτή υπήρξε η ανάθεση σ' αυτόν της κατήχησης στην ορθόδοξη διδασκαλία του Άγγλου ιερέα Κωνσταντίνου Πλάτρη, ανεπίσημου απεσταλμένου των Χουσιτών της Πράγας για τη διαπραγμάτευση της ένωσης με την Ορθόδοξη Εκκλησία (1451).
Στο μεταξύ, τα πολιτικά και εκκλησιαστικά πράγματα στην Κωνσταντινούπολη είχαν πάρει πολύ άσχημη τροπή. Μπροστά στον καθημερινά αυξανόμενο τουρκικό κίνδυνο, ο αυτοκράτορας Κωνσταντίνος δέχθηκε, σε μια ύστατη προσπάθεια να εξασφαλίσει βοήθεια από τη Δύση, τη μετά από ενέργειες των μετριοπαθών ανθενωτικών επανάληψη των διαπραγματεύσεων για την ένωση των Εκκλησιών. Ο πάπας απέστειλε στην Κωνσταντινούπολη αντιπροσωπεία με επικεφαλής τον πρώην Ορθόδοξο μητροπολίτη Ρωσίας και τώρα καρδινάλιο Ισίδωρο. Στις συζητήσεις που διεξάχθηκαν στο παλάτι του Ξυλαλά (Νοέμβριος 1452), προσκλήθηκε και έλαβε μέρος και ο Γεννάδιος «ορισμφ βασιλικφ και αξιώσει των αιδεσιμωτά-των τούτων πατέρων», ο οποίος για τρίτη φορά αντέκρουσε τα επιχειρήματα των Λατίνων (Σχολαρίου, Άπαντα, III, 188-193). Παρά το γεγονός όμως ότι επικράτησαν και τότε οι απόψεις των ανθενωτικών και προτάθηκε η σύγκληση νέας συνόδου στην Κωνσταντινούπολη, στις 12 Δεκεμβρίου 1452 τελέστηκε ενωτική λειτουργία στον ναό της Αγίας Σοφίας από τον καρδινάλιο Ισίδωρο και με την παρουσία του αυτοκράτορα και των πολιτικών αξιωματούχων. Στην ενέργεια αυτή ο Γεννάδιος αντέδρασε έντονα, και σ' ένδειξη διαμαρτυρίας, για την έναντι της ουδέποτε αποσταλείσης βοηθείας νέα προδοσία της ορθόδοξης πίστης, θυροκόλλησε στην πόρτα του κελιού του κείμενο με οξύτατη κατά των ενωτικών προκήρυξη. Από τότε και μέχρι την άλωση της Κωνσταντινούπολης από τους Τούρκους, απομονώθηκε στη μονή του. Στην προσπάθεια του να διαφύγει μετά την κατάληψη της πόλης, συνελήφθη αιχμάλωτος και οδηγήθηκε στην Αδριανούπολη ως δούλος στην υπηρεσία αξιωματούχου μουσουλμάνου. Σύντομα όμως αναζητήθηκε από τον πορθητή Μωάμεθ και οδηγήθηκε στην Κωνσταντινούπολη, όπου δέχθηκε ως πρώτη εύνοια του σουλτάνου την άδεια να θέσει σε επαναλειτουργία τη μονή του.
Στις 6 Ιανουαρίου 1454 εξελέγη από σύνοδο πλησιοχώρων αρχιερέων πρώτος πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως και ενθρονίστηκε με επίσημη τελετή από τον σουλτάνο, ο οποίος του παραχώρησε τον ναό των Αγίων Αποστόλων για να εγκαταστήσει εκεί το Πατριαρχείο. Αν και ολιγόχρονη, η πατριαρχεία του Γενναδίου θεωρείται σημαντικότατη για την ιστορία τόσο του νεώτερου Ελληνισμού, όσο και της Ορθόδοξης Εκκλησίας. Η παραχώρηση σ' αυτόν των προνομίων από τον Μωάμεθ αποτέλεσε την αφετηρία για την εξασφάλιση των αναγκαίων προϋποθέσεων επιβίωσης του έθνους και της ορθόδοξης χριστιανικής πίστης κατά την επακολουθήσασα μακραίωνη δουλεία. Παράλληλα, η ίδρυση από τον Γεννάδιο της Πατριαρχικής Σχολής έθεσε τα θεμέλια της πνευματικής ζωής του υπόδουλου γένους. Το 1456 ο Γεννάδιος αναγκάστηκε, κάτω από το βάρος των ανυπέρβλητων προβλημάτων και της επισφαλούς υγείας του, να παραιτηθεί και να μεταβεί στη Μονή Βατοπεδίου στο Άγιον Όρος. Αργότερα εγκαταστάθηκε μόνιμα στη Μονή του Τιμίου Προδρόμου (στο όρος Μενοίκιον) κοντά στις Σέρρες, όπου πέθανε μετά το 1472. Αν και μετά την παραίτηση του ήλθε στην Κωνσταντινούπολη δύο φορές, δεν έχει αποδειχθεί με βεβαιότητα ότι επανήλθε στον πατριαρχικό θρόνο.
Ο Γεννάδιος υπήρξε αναμφισβήτητα μία από τις εξοχότερες φυσιογνωμίες του 15ου αιώνα. Συγχρόνως όμως υπήρξε και η τραγικότερη προσωπικότητα της εποχής του. Παρά τις οποιεσδήποτε αντιρρήσεις που κατά καιρούς διατυπώθηκαν ως προς την αρχική του στάση στη Σύνοδο της Φλωρεντίας, η προσφορά του στην Ορθοδοξία υπήρξε τεράστια. Αλλά και οι υπηρεσίες που προσέφερε στο έθνος δεν πρέπει να υποτιμηθούν, αν αξιολογηθούν σωστά, και μέσα στα πλαίσια των έντονων πολιτικών αναστατώσεων που επικρατούσαν στην εποχή του. Οπωσδήποτε, οι κατά καιρούς αυστηροί χαρακτηρισμοί που αποδόθηκαν στο πρόσωπο του και οι εκτιμήσεις (πολλές φορές ακραίες) της γενικότερης πολιτείας του αντανακλούν διαφορετικές τοποθετήσεις έναντι των εκκλησιαστικο-πολιτικών πραγμάτων της εποχής του, γι' αυτό και δεν είναι πάντοτε απαλλαγμένες από υποκειμενικά στοιχεία. Με τον αναντίρρητο όμως πλούτο των γνώσεων του και το τεράστιο συγγραφικό του έργο καταλαμβάνει δικαιωματικά μία από τις πρώτες θέσεις στη βυζαντινή Γραμματεία. ΜΑΝΙΚΑΣ [Πάπυρος]
Γεώργιος Γεννάδιος, Σχολάριος Γεώργιος Κουρτέσης ήταν λόγιος και κληρικός. Είναι περισσότερο γνωστός ως ο πρώτος Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως μετά την Άλωση, με το όνομα Γεννάδιος Β'.
Γεννήθηκε γύρω στα 1405 στην Κωνσταντινούπολη όπου και διδάχτηκε τα "εγκύκλια μαθήματα" από τον Ιωάννη Χορτασμένο και το Μάρκο Ευγενικό. Στη συνέχεια, μελετώντας μόνος του απέκτησε πολύ μεγάλη θεολογική και φιλοσοφική μόρφωση και έκανε κύριο σκοπό της ζωής του την ενίσχυση της παιδείας στην Κωνσταντινούπολη, γιατί θεωρούσε ότι αυτό θα ενδυνάμωνε τη βυζαντινή αυτοκρατορία.
Μακάριζε τους Δυτικούς για την κλασική παιδεία τους και έμαθε μάλιστα λατινικά για να μελετήσει στο πρωτότυπο τους δυτικούς θεολόγους και φιλοσόφους. Μετέφρασε πολλά έργα των τελευταίων από τα λατινικά στα ελληνικά, όπως αυτά του Θωμά Ακινάτη και του Πέτρου Ισπανού. Επιχείρησε επίσης να σχολιάσει τον Αριστοτέλη και το έργο του αυτό ξεπέρασε σε έκταση και ποιότητα τα ανάλογα έργα όλων των προγενέστερων βυζαντινών σοφών. Τα πιο ενδιαφέροντα από τα υπόλοιπα φιλοσοφικά έργα του είναι τα κείμενα με τα οποία κρίνει και απορρίπτει το φιλοσοφικό σύστημα του Πλήθωνα.
O τελευταίος ήταν ιδεολογικός του αντίπαλος, γιατί ο Γεννάδιος παρά τη γνώση της δυτικής θεολογίας, ποτέ δεν υιοθέτησε τη δυτική σχολαστική φιλοσοφία όπως έκανε ο Πλήθων. Αντίθετα, ο Γεννάδιος ήταν οπαδός του Γρηγόριου Παλαμά. Μετείχε στη Σύνοδο της Φλωρεντίας διακείμενος υπέρ της Ένωσης των Εκκλησιών, αλλά μετά την αποτυχία της Συνόδου άλλαξε στρατόπεδο και μετά το 1444 διαδέχτηκε το Μάρκο Ευγενικό στην ηγεσία των πολέμιων της Ένωσης. Από το 1454 ως το 1458 υπήρξε Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως. Πέθανε το 1468 φημισμένος ως ο τελευταίος μεγάλος βυζαντινός πολυμαθής.
Το κοσμικό του όνομα ήταν Γεώργιος. Η επωνυμία Σχολάριος θεωρείται οικογενειακή και προέρχεται πιθανότατα από αξίωμα μέλους της οικογένειας του στον στρατό ή στα ανάκτορα. Ασαφής παραμένει η προέλευση του ονόματος Κουρτέσιος ή Κορτέσιος, που του αποδίδεται κυρίως στους μεταγενέστερους χρόνους. Είναι μάλλον απίθανο να προέρχεται από εκλατινισμό του Σχολάριος, δεδομένου ότι ο Γεννάδιος υπήρξε αντιλατινιστής και συχνά κατηγόρησε εκείνους που συνήθιζαν να εκλατινίζουν το όνομα τους. Το περισσότερο πιθανό είναι να πρόκειται για μεταγενέστερη παρεμβολή, που απαντά άλλωστε μόνο σε αμφιβαλλόμενα έργα του, και που εξυπηρετούσε προφανείς σκοπιμότητες.
Το γεγονός ότι η οικογένεια του ήταν εύπορη, του έδωσε τη δυνατότητα να αποκτήσει ευρύτατη μόρφωση. Δεν υπάρχουν σαφείς μαρτυρίες αν σπούδασε σε συγκεκριμένη σχολή ή αν μαθήτευσε κοντά σε κάποιον δάσκαλο της εποχής του. Ο ίδιος μαρτυρεί ότι υπήρξε αυτοδίδακτος, θεωρείται όμως βέβαιο ότι παρακολούθησε μαθήματα επιφανών δασκάλων, όπως του Δαμασκηνού θεοκλήτου, του νομοδιδασκάλου Μεθοδίου, ίσως του Γεωργίου Γεμιστού ή Πλήθωνος, καθώς και του Συμεών θεσσαλονίκης. Η έμφυτη πολυμάθεια και η ευφυΐα του τον βοήθησαν να επιδοθεί με ζήλο στις σπουδές της ρητορικής, της τακτικής, της φιλοσοφίας, της θεολογίας και της νομικής. Για να διευρύνει τις φιλοσοφικές και θεολογικές γνώσεις του, εξάλλου, έμαθε άριστα τη λατινική γλώσσα, από την οποία μετέφρασε ή σχολίασε πολλά έργα κλασικών Ελλήνων και Λατίνων εκκλησιαστικών συγγραφέων. Έτσι, σε πολύ νεαρή ηλικία πέτυχε να διακριθεί για την εξαίρετη μόρφωση του και συνδέθηκε με όλες σχεδόν τις εξέχουσες πνευματικές προσωπικότητες της εποχής του. Ιδιαίτερο δεσμό δημιούργησε με τον μητροπολίτη Εφέσου Μάρκο Ευγενικό, του οποίου έγινε πνευματικό τέκνο και τον διαδέχθηκε στον αγώνα κατά της ένωσης με τη Δυτική Εκκλησία ως αρχηγός των ανθενωτικών.
Πρώτο επάγγελμα που άσκησε ο Σχολάριος ήταν του δασκάλου. Από πολύ νωρίς ίδρυσε στο σπίτι του ιδιωτική σχολή, όπου δίδασκε γραμματική, ρητορική και φιλοσοφία.
Η φήμη του ως δασκάλου, η μεγάλη του μόρφωση και η σύνδεση του με τα ανάκτορα έδωσαν τη δυνατότητα στον Σχολάριο να καταλάβει σημαντικές διοικητικές θέσεις. Με την υποστήριξη του Κωνσταντίνου Παλαιολόγου, με τον οποίο συνδεόταν στενά, διορίστηκε από τον αυτοκράτορα «καθολικός κριτής των Ρωμαίων» (ανώτατο δικαστικό αξίωμα της εποχής) και «καθολικός σεκρετάριος του βασιλέως Ιωάννου». Παράλληλα διαδέχθηκε τον Ιωσήφ Βρυέννιο στη θέση του καθηγητή της θεολογίας στη βασιλική Ακαδημία, όπου κάθε Παρασκευή οργάνωνε θεολογικές συζητήσεις με συμμετοχή της βασιλικής οικογένειας, των επίσημων αυλικών και πλήθους ακροατών της πόλης. Με την κατάληψη των θέσεων αυτών αρχίζει και η λαμπρή πολιτική και εκκλησιαστική σταδιοδρομία του Σχολάριου. Γρήγορα καθιερώθηκε ως ο κορυφαίος νομικός, θεολόγος και φιλόσοφος της πόλης και η φήμη του ξεπέρασε τα όρια της αυτοκρατορίας. Ήταν λοιπόν εύλογο να ζητηθεί η συμβολή του και η συνεργασία του από τον Ιωάννη Η' Παλαιολόγο στην ενωτική του πολιτική με τη Δυτική Εκκλησία στα πλαίσια της προσπάθειας του να εξασφαλίσει οικονομική και στρατιωτική βοήθεια για την αντιμετώπιση του συνεχώς αυξανόμενου τουρκικού κινδύνου.
Σε μία από τις προκαταρκτικές συνεδρίες που πραγματοποιήθηκαν στα ανάκτορα, ο Γεννάδιος κλήθηκε να εκφράσει τη γνώμη του. Η κλήση του αυτή πρέπει να στηρίχτηκε όχι μόνο στην ιδιότητα του ως γενικού συμβούλου του αυτοκράτορα, αλλά και σ' εκείνη του αναγνωρισμένου θεολόγου. Στη συνεδρία ο Σχολάριος εκφώνησε συμβουλευτικό λόγο, με τον οποίο τάχθηκε κατά της μετάβασης των Ορθοδόξων στην Ιταλία και της συμμετοχής τους σε ενωτική σύνοδο, εφόσον δεν εξασφαλίζονταν οι αναγκαίες προϋποθέσεις για μια δογματική ένωση, αφού προηγουμένως επιλύονταν όλες οι χωρίζουσες τις δύο εκκλησίες θεολογικές διαφορές. Ο λόγος αυτός, του οποίου περίληψη διέσωσε ο Σ. Συρόπουλος στα Απομνημονεύματα του, απηχεί τον γενικό προβληματισμό που επικρατούσε στην Κωνσταντινούπολη την εποχή εκείνη σχετικά με τη σκοπιμότητα της ορθόδοξης συμμετοχής σε μια σύνοδο στην Ιταλία που θα απέβλεπε σε μια συμβατική και κατ' οικονομίαν ένωση με αντάλλαγμα την αμφισβητούμενη παροχή οικονομικής και στρατιωτικής βοήθειας εκ μέρους του πάπα.
Στη Σύνοδο της Φερράρας-Φλωρεντίας (1438-1439) ο Σχολάριος έφθασε με καθυστέρηση αρκετών μηνών, πιθανώς εξαιτίας ανειλημμένων υποχρεώσεων του στις θέσεις που κατείχε. Το ερώτημα για το ποια υπήρξε η στάση του κατά τις συζητήσεις που έγιναν στη Σύνοδο απασχόλησε έντονα την επιστημονική έρευνα μέχρι τις μέρες μας. Η άποψη που επικράτησε περισσότερο (και υποστηρίζεται κυρίως από ρωμαιοκαθολικούς κύκλους, για λόγους ευνόητους) εμφανίζει τον Σχολάριο ένθερμο υποστηρικτή της ένωσης, όπως αυτή μεθοδευόταν από τους Λατίνους, για την οποία εργάστηκε με ζήλο και μάλιστα εκφώνησε και σχετικούς φιλολατινικούς λόγους.
Μια άλλη θεωρία, στην προσπάθεια της να επιλύσει τα ανακύπτοντα προβλήματα που εμφάνιζε η προηγούμενη άποψη, διατύπωσε την εκδοχή της ύπαρξης δύο Σχολαρίων, ενός φιλενωτικού και ενός ανθενωτικού, του μετέπειτα πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως, η οποία όμως σήμερα έχει εγκαταλειφθεί γιατί δεν στηρίζεται σε αντικειμενικά επιχειρήματα. Τέλος, μια νεώτερη θεωρία, στηριζόμενη σχεδόν αποκλειστικά στα ίδια τα έργα του, εμφανίζει τον Σχολάριο έντονα ανθενωτικό και εργασθέντα για την αποτροπή της από τον πάπα και τους «ενωτικούς» Ορθόδοξους μεθοδευόμενης ψευδένωσης. Τα επιχειρήματα που προσάγονται για τη στήριξη της θεωρίας αυτής συνοψίζονται στις εξής διαπιστώσεις: πρώτον, τα αποδιδόμενα στον Σχολάριο έργα φιλολατινικού περιεχομένου (όπως ειδικά οι λόγοι που φέρεται να έχει εκφωνήσει κατά τη σύνοδο) είναι νόθα και αποτελούν μεταγενέστερες προσθήκες στο κύριο σώμα των γνήσιων συγγραμμάτων του' δεύτερον, η ιδιότητα του Σχολάριου ως λαϊκού δεν του επέτρεπε να λάβει ενεργό μέρος στις συζητήσεις και πολύ περισσότερο να εκφωνήσει λόγους, εφόσον ο ίδιος ο αυτοκράτορας ρητά είχε απαγορεύσει τη συμμετοχή των λαϊκών στη σύνοδο- τρίτον, ο ίδιος ο Σχολάριος μαρτυρεί (Άπαντα, II, 258) ότι ήταν ο συντάκτης του λόγου που εκφώνησε ο Βησσαρίων στη σύνοδο και αντέκρουσε τις θεωρίες του Λατίνου αρχιεπισκόπου Ρόδου Ανδρέα' και τέταρτον εξέφρασε ο ίδιος την έντονη δυσφορία του για την αλλαγή της στάσης των μετριοπαθών «ενωτικών», οι οποίοι αποδέχτηκαν τελικά τις απαιτήσεις των Λατίνων (Άπαντα III, 110-113), γι' αυτό και προτίμησε να αποχωρήσει μαζί με τον αδελφό του αυτοκράτορα Δημήτριο και τον φιλόσοφο Γεώργιο Γεμιστό ή Πλήθωνα, πριν να υπογραφεί ο τελικός Όρος της ένωσης, και να καταφύγει στη Βενετία και από εκεί στην Κωνσταντινούπολη.
Μετά την επιστροφή του στην Κωνσταντινούπολη, ο Σχολάριος δεν εμφανίζεται να παίρνει ενεργό μέρος, τουλάχιστον κατά τα πρώτα έτη από την υπογραφή της ένωσης, στις διαμάχες μεταξύ «ενωτικών» και «ανθενωτικών». Διατήρησε τα αξιώματα που κατείχε στα ανάκτορα, καθώς και τη θέση του επίσημου θεολόγου, παραδίδοντας τα τακτικά μαθήματα του κάθε Παρασκευή. Μόλις το 1444, μετά από προτρεπτική επιστολή του φίλου και δασκάλου του Μάρκου Ευγενικού, εμφανίζεται στο προσκήνιο και λαμβάνει ενεργό μέρος στον ανθενωτικό αγώνα. Το επόμενο έτος (1445) ορίζεται ως ο κύριος ομιλητής σε διάσκεψη, που πραγματοποιήθηκε στο παλάτι του Ξυλαλά με τη συμμετοχή λατινικής αντιπροσωπείας με αρχηγό τον επίσκοπο Βορτώνης Βαρθολομαίο Λαπάτσι, για την ανανέωση του ενωτικού όρου. Στις διεξαχθείσες συζητήσεις ο Σχολάριος κατέρριψε τα επιχειρήματα των Λατίνων και απέκρουσε τη λατινική διδασκαλία του filloque. Οι δημόσιες αυτές συζητήσεις του Σχολάριου, τις οποίες αμέσως μετά συνέθεσε σε ογκώδες σύγγραμμα με τίτλο Περί της εκπορεύσεως του Αγίου Πνεύματος, αποτελούν την απαρχή της δημόσιας δράσης του εναντίον των αποφάσεων της Συνόδου της Φλωρεντίας. Προηγουμένως, ο Μάρκος Ευγενικός, λίγο πριν από τον θάνατο του, του είχε επίσημα αναθέσει την αρχηγία των ανθενωτικών. Παράλληλα ο Σχολάριος εξακολούθησε να προσφέρει τις υπηρεσίες του στο κράτος και στα ανάκτορα (πιθανόν με μικρή μόνο διακοπή μεταξύ των ετών 1446-1447). Η ανθενωτική του δραστηριότητα δεν φαίνεται να επηρέασε σοβαρά την εύνοια του αυτοκράτορα Ιωάννη Η' προς το πρόσωπο του, ούτε και του διαδόχου του (από το 1448) Κωνσταντίνου ΙΑ' Παλαιολόγου (μαρτυρίες για την αγαθή συνεργασία του, κυρίως με τον Κωνσταντίνο, παραθέτει ο Σχολάριος στα συγγράμματα του' βλ. Άπαντα IV, 470-472). Παρ' όλα αυτά, το 1450 ο Σχολάριος αποφάσισε να εγκαταλείψει τα κοσμικά αξιώματα και τις απoλαυές τους και να ενδυθεί το μοναχικό σχήμα, σε στιγμή μάλιστα που, όπως ο ίδιος μαρτυρεί, οι σχέσεις του με το παλάτι ήταν άριστες (Απαντα, IV, 472). Η απόφαση του αυτή αποτελούσε εκπλήρωση παλαιάς του επιθυμίας, αλλά και συμμόρφωση προς σχετική προτροπή του πνευματικού του πατέρα Μάρκου Ευγενικού. Εγκατέλειψε τη Μονή του Παντοκράτορα, όπου διέμενε μετά τον θάνατο των γονέων του, και εισήλθε στην κοινοβιακή Μονή του Χαρσιανείτου με το όνομα Γεννάδιος.
Από τη θέση αυτή επιδόθηκε απερίσπαστα στον ανθενωτικό του αγώνα, συγγράφοντας αντιλατινικά έργα και καθοδηγώντας τους ομόφρονές του στη μη αποδοχή των όρων της Συνόδου της Φλωρεντίας. Σπουδαία δραστηριότητα του Γενναδίου κατά την περίοδο αυτή υπήρξε η ανάθεση σ' αυτόν της κατήχησης στην ορθόδοξη διδασκαλία του Άγγλου ιερέα Κωνσταντίνου Πλάτρη, ανεπίσημου απεσταλμένου των Χουσιτών της Πράγας για τη διαπραγμάτευση της ένωσης με την Ορθόδοξη Εκκλησία (1451).
Στο μεταξύ, τα πολιτικά και εκκλησιαστικά πράγματα στην Κωνσταντινούπολη είχαν πάρει πολύ άσχημη τροπή. Μπροστά στον καθημερινά αυξανόμενο τουρκικό κίνδυνο, ο αυτοκράτορας Κωνσταντίνος δέχθηκε, σε μια ύστατη προσπάθεια να εξασφαλίσει βοήθεια από τη Δύση, τη μετά από ενέργειες των μετριοπαθών ανθενωτικών επανάληψη των διαπραγματεύσεων για την ένωση των Εκκλησιών. Ο πάπας απέστειλε στην Κωνσταντινούπολη αντιπροσωπεία με επικεφαλής τον πρώην Ορθόδοξο μητροπολίτη Ρωσίας και τώρα καρδινάλιο Ισίδωρο. Στις συζητήσεις που διεξάχθηκαν στο παλάτι του Ξυλαλά (Νοέμβριος 1452), προσκλήθηκε και έλαβε μέρος και ο Γεννάδιος «ορισμφ βασιλικφ και αξιώσει των αιδεσιμωτά-των τούτων πατέρων», ο οποίος για τρίτη φορά αντέκρουσε τα επιχειρήματα των Λατίνων (Σχολαρίου, Άπαντα, III, 188-193). Παρά το γεγονός όμως ότι επικράτησαν και τότε οι απόψεις των ανθενωτικών και προτάθηκε η σύγκληση νέας συνόδου στην Κωνσταντινούπολη, στις 12 Δεκεμβρίου 1452 τελέστηκε ενωτική λειτουργία στον ναό της Αγίας Σοφίας από τον καρδινάλιο Ισίδωρο και με την παρουσία του αυτοκράτορα και των πολιτικών αξιωματούχων. Στην ενέργεια αυτή ο Γεννάδιος αντέδρασε έντονα, και σ' ένδειξη διαμαρτυρίας, για την έναντι της ουδέποτε αποσταλείσης βοηθείας νέα προδοσία της ορθόδοξης πίστης, θυροκόλλησε στην πόρτα του κελιού του κείμενο με οξύτατη κατά των ενωτικών προκήρυξη. Από τότε και μέχρι την άλωση της Κωνσταντινούπολης από τους Τούρκους, απομονώθηκε στη μονή του. Στην προσπάθεια του να διαφύγει μετά την κατάληψη της πόλης, συνελήφθη αιχμάλωτος και οδηγήθηκε στην Αδριανούπολη ως δούλος στην υπηρεσία αξιωματούχου μουσουλμάνου. Σύντομα όμως αναζητήθηκε από τον πορθητή Μωάμεθ και οδηγήθηκε στην Κωνσταντινούπολη, όπου δέχθηκε ως πρώτη εύνοια του σουλτάνου την άδεια να θέσει σε επαναλειτουργία τη μονή του.
Στις 6 Ιανουαρίου 1454 εξελέγη από σύνοδο πλησιοχώρων αρχιερέων πρώτος πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως και ενθρονίστηκε με επίσημη τελετή από τον σουλτάνο, ο οποίος του παραχώρησε τον ναό των Αγίων Αποστόλων για να εγκαταστήσει εκεί το Πατριαρχείο. Αν και ολιγόχρονη, η πατριαρχεία του Γενναδίου θεωρείται σημαντικότατη για την ιστορία τόσο του νεώτερου Ελληνισμού, όσο και της Ορθόδοξης Εκκλησίας. Η παραχώρηση σ' αυτόν των προνομίων από τον Μωάμεθ αποτέλεσε την αφετηρία για την εξασφάλιση των αναγκαίων προϋποθέσεων επιβίωσης του έθνους και της ορθόδοξης χριστιανικής πίστης κατά την επακολουθήσασα μακραίωνη δουλεία. Παράλληλα, η ίδρυση από τον Γεννάδιο της Πατριαρχικής Σχολής έθεσε τα θεμέλια της πνευματικής ζωής του υπόδουλου γένους. Το 1456 ο Γεννάδιος αναγκάστηκε, κάτω από το βάρος των ανυπέρβλητων προβλημάτων και της επισφαλούς υγείας του, να παραιτηθεί και να μεταβεί στη Μονή Βατοπεδίου στο Άγιον Όρος. Αργότερα εγκαταστάθηκε μόνιμα στη Μονή του Τιμίου Προδρόμου (στο όρος Μενοίκιον) κοντά στις Σέρρες, όπου πέθανε μετά το 1472. Αν και μετά την παραίτηση του ήλθε στην Κωνσταντινούπολη δύο φορές, δεν έχει αποδειχθεί με βεβαιότητα ότι επανήλθε στον πατριαρχικό θρόνο.
Ο Γεννάδιος υπήρξε αναμφισβήτητα μία από τις εξοχότερες φυσιογνωμίες του 15ου αιώνα. Συγχρόνως όμως υπήρξε και η τραγικότερη προσωπικότητα της εποχής του. Παρά τις οποιεσδήποτε αντιρρήσεις που κατά καιρούς διατυπώθηκαν ως προς την αρχική του στάση στη Σύνοδο της Φλωρεντίας, η προσφορά του στην Ορθοδοξία υπήρξε τεράστια. Αλλά και οι υπηρεσίες που προσέφερε στο έθνος δεν πρέπει να υποτιμηθούν, αν αξιολογηθούν σωστά, και μέσα στα πλαίσια των έντονων πολιτικών αναστατώσεων που επικρατούσαν στην εποχή του. Οπωσδήποτε, οι κατά καιρούς αυστηροί χαρακτηρισμοί που αποδόθηκαν στο πρόσωπο του και οι εκτιμήσεις (πολλές φορές ακραίες) της γενικότερης πολιτείας του αντανακλούν διαφορετικές τοποθετήσεις έναντι των εκκλησιαστικο-πολιτικών πραγμάτων της εποχής του, γι' αυτό και δεν είναι πάντοτε απαλλαγμένες από υποκειμενικά στοιχεία. Με τον αναντίρρητο όμως πλούτο των γνώσεων του και το τεράστιο συγγραφικό του έργο καταλαμβάνει δικαιωματικά μία από τις πρώτες θέσεις στη βυζαντινή Γραμματεία. ΜΑΝΙΚΑΣ [Πάπυρος]
_______________
Γεώργιος Γεννάδιος, Σχολάριος Γεώργιος Κουρτέσης ήταν λόγιος και κληρικός. Είναι περισσότερο γνωστός ως ο πρώτος Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως μετά την Άλωση, με το όνομα Γεννάδιος Β'.
Γεννήθηκε γύρω στα 1405 στην Κωνσταντινούπολη όπου και διδάχτηκε τα "εγκύκλια μαθήματα" από τον Ιωάννη Χορτασμένο και το Μάρκο Ευγενικό. Στη συνέχεια, μελετώντας μόνος του απέκτησε πολύ μεγάλη θεολογική και φιλοσοφική μόρφωση και έκανε κύριο σκοπό της ζωής του την ενίσχυση της παιδείας στην Κωνσταντινούπολη, γιατί θεωρούσε ότι αυτό θα ενδυνάμωνε τη βυζαντινή αυτοκρατορία.
Μακάριζε τους Δυτικούς για την κλασική παιδεία τους και έμαθε μάλιστα λατινικά για να μελετήσει στο πρωτότυπο τους δυτικούς θεολόγους και φιλοσόφους. Μετέφρασε πολλά έργα των τελευταίων από τα λατινικά στα ελληνικά, όπως αυτά του Θωμά Ακινάτη και του Πέτρου Ισπανού. Επιχείρησε επίσης να σχολιάσει τον Αριστοτέλη και το έργο του αυτό ξεπέρασε σε έκταση και ποιότητα τα ανάλογα έργα όλων των προγενέστερων βυζαντινών σοφών. Τα πιο ενδιαφέροντα από τα υπόλοιπα φιλοσοφικά έργα του είναι τα κείμενα με τα οποία κρίνει και απορρίπτει το φιλοσοφικό σύστημα του Πλήθωνα.
O τελευταίος ήταν ιδεολογικός του αντίπαλος, γιατί ο Γεννάδιος παρά τη γνώση της δυτικής θεολογίας, ποτέ δεν υιοθέτησε τη δυτική σχολαστική φιλοσοφία όπως έκανε ο Πλήθων. Αντίθετα, ο Γεννάδιος ήταν οπαδός του Γρηγόριου Παλαμά. Μετείχε στη Σύνοδο της Φλωρεντίας διακείμενος υπέρ της Ένωσης των Εκκλησιών, αλλά μετά την αποτυχία της Συνόδου άλλαξε στρατόπεδο και μετά το 1444 διαδέχτηκε το Μάρκο Ευγενικό στην ηγεσία των πολέμιων της Ένωσης. Από το 1454 ως το 1458 υπήρξε Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως. Πέθανε το 1468 φημισμένος ως ο τελευταίος μεγάλος βυζαντινός πολυμαθής.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Παρακαλώ όχι υβριστικά σχόλια,το ellada-kupros δεν φέρει ευθύνη για τυχόν υβριστικούς χαρακτηρισμούς.Σφάξτε τους με το βαμβάκι..έχουμε πλούσιο λεξιλόγιο άλλωστε.