Νιώθω βαρύ το χρέος και την ευθύνη που ανέλαβα να εκφωνήσω σήμερα τον επιμνημόσυνο λόγο μπροστά για τον Τάσσο Παπαδόπουλο στην πέμπτη επέτειο του θανάτου του. Ευχαριστώ την οικογένεια του Τάσσου Παπαδόπουλου για την ευγενική, τιμητική τους πρόσκληση, που δεν μπορούσα να αρνηθώ. Θα προσπαθήσω να σκιαγραφήσω τη φυσιογνωμία του αείμνηστου Τάσσου Παπαδόπουλου χωρίς μεγάλα λόγια και υπερβολές, αλλά με τη λιτότητα που επιβάλλει η συνολική πολιτική ζωή και η δράση του, αλλά και η σεμνότητα του χαρακτήρα του. Ήδη έχουν περάσει πέντε χρόνια απουσίας του από τα ανθρώπινα και τον κυπριακό πολιτικό στίβο και ο ιστορικός μπορεί να προχωρήσει στην αποτίμηση του έργου του με τη νηφαλιότητα και την αποστασιοποίηση που απαιτείται, ώστε να πετύχει την κατά το δυνατόν αντικειμενική αξιολόγηση της πολιτικής του δράσης.
Ο Τάσσος Παπαδόπουλος αφιέρωσε ένα μεγάλο μέρος των 74 χρόνων της ζωής του στα κοινά και στην πατρίδα του. Γεννήθηκε το 1934 και αφού αποφοίτησε από το Παγκύπριο Γυμνάσιο και ολοκλήρωσε τις νομικές σπουδές του στο Λονδίνο επέστρεψε στη γενέτειρά του, Λευκωσία, έχοντας ήδη αναμιχθεί έντονα στο κυπριακό φοιτητικό κίνημα και στις παροικιακές οργανώσεις της αγγλικής πρωτεύουσας. Ολοκλήρωσε την προσφορά του και τον κύκλο της βιολογικής του ζωής το 2008, έτος κατά το οποίο απέτυχε να εκλεγεί για δεύτερη συνεχόμενη θητεία στο προεδρικό αξίωμα, έχοντας συμπληρώσει πέντε δεκαετίες συνεχούς πρωταγωνιστικής δράσης στην κυπριακή πολιτική σκηνή.
Ο Τάσσος Παπαδόπουλος δεν υπήρξε απλώς μια από τις εμβληματικές φυσιογνωμίες της νεότερης και σύγχρονης ιστορίας της Κύπρου, που ανήγειραν και κράτησαν όρθιο το οικοδόμημα της 53χρονης σήμερα Κυπριακής Δημοκρατίας, αλλά ήταν ένας από τους τελευταίους μεγάλους πολιτικούς ηγέτες του νεότερου Ελληνισμού. Διακρινόμενος από το ήθος, τη σεμνότητα και την εντιμότητα που χαρακτήριζε τους πολιτικούς της προηγούμενης γενιάς, σε συνδυασμό με την εργατικότητα, τη μαχητικότητα, το πάθος του για την Κύπρο και την αφοσίωσή του στον αγώνα για την επικράτηση της δικαιοσύνης, ο Τάσσος Παπαδόπουλος ήταν ένας από λίγους πολιτικούς των τελευταίων χρόνων στην Κύπρο και στην Ελλάδα, που κατάφερε να εμπνεύσει, να δημιουργήσει ελπίδες, να συσπειρώσει τους πολίτες πέρα και πάνω από τις κομματικές γραμμές, να αντισταθεί και να μην υποκύψει στις παράλογες πιέσεις των ξένων. Σε μια εποχή όπου η οξύτατη οικονομική και κοινωνική κρίση συνοδεύεται από την καλπάζουσα απαξίωση της πολιτικής και των πολιτικών, σε χρόνους όπου η ουσία των πολιτικών επιχειρημάτων έχει δώσει τη θέση της στους κανόνες της λεγόμενης πολιτικής επικοινωνίας, σε μια ιστορική περίοδο δομικών ανακατατάξεων, δοκιμασίας της προοπτικής της ευρωπαϊκής ενοποίησης και απεγνωσμένης αναζήτησης οραμάτων και προσανατολισμού, οι πραγματικοί ηγέτες σπανίζουν, εάν δεν έχουν εκλείψει οριστικά. Και αυτό δεν είναι φαινόμενο κυπριακό ή ελλαδικό, είναι πανευρωπαϊκό και παγκόσμιο και ούτε παρουσιάζεται για πρώτη φορά. Ζούμε σε μια εποχή όπου, για να θυμηθούμε μια βυζαντινή ρήση, το τάλαντον εγένετο πληθύς οβολών. Δυστυχώς.
Γιατί όμως χαρακτηρίζουμε μεγάλο πολιτικό και κορυφαία μορφή του σύγχρονου Ελληνισμού τον Τάσσο Παπαδόπουλο; Για πολλούς λόγους: Γιατί υπήρξε πολιτικός των έργων και του προσωπικού παραδείγματος και όχι των λόγων, πολύ δε μάλλον γιατί δεν υπέκυψε στην αβάστακτη ελαφρότητα του λαϊκισμού και των εύκολων προεκλογικών υποσχέσεων. Τα όσα λέχθηκαν στην προεκλογική περίοδο του Φεβρουαρίου του 2008 είναι ακόμη νωπά, έστω και αν κάποιοι νομίζουν ότι στην πολιτική τα πάντα εξαρτώνται από το πρόσκαιρο αποτέλεσμα, τον βραχυπρόθεσμο σκοπό που αγιάζει, υποτίθεται, τα μέσα.
Ο Τάσσος Παπαδόπουλος υπηρέτησε την πατρίδα του ευόρκως και επάξια από διάφορους υπουργικούς θώκους στις κυβερνήσεις του Αρχιεπισκόπου Μακαρίου, και δημιούργησε σε όλους σημαντικό έργο υποδομής ως παρακαταθήκη, σε μια εποχή που θεμελιωνόταν ένα νέο κράτος, ύστερα από αιώνες δουλείας. Ξεκινώντας από το άτυπο χαρτοφυλάκιο του Υπουργείου Εσωτερικών της μεταβατικής περιόδου του 1959-1960, άφησε έντονη τη σφραγίδα του στην πρώτη δεκαετία ζωής της Κυπριακής Δημοκρατίας σε τρία υπουργεία από τα θεωρούμενα ως μη προβεβλημένα. Τη διαδρομή αυτή ακολούθησε η άμεση εμπλοκή του στις διακοινοτικές συνομιλίες, είτε ως σύμβουλος του Γλαύκου Κληρίδη, είτε ως επίσημος συνομιλητής κατά το 1976-1978, η εκλογή του ως βουλευτή, η προεδρία του ΔΗΚΟ και της Βουλής, και ως αποκορύφωμα και επιστέγασμα, το ύπατο αξίωμα, η ανάληψη της προεδρίας της Κυπριακής Δημοκρατίας, το 2003. Τίμησε όλα τα αξιώματα που του ανατέθηκαν ή στα οποία εκλέχθηκε, δεν ευτέλισε ποτέ τους θεσμούς, κρίθηκε επανειλημμένα και πέρασε επιτυχώς την αδέκαστη και σκληρή αξιολόγηση της διαχρονικής ρήσης «αρχή τον άνδρα δείκνυσι». Είναι τραγική η διαπίστωση ότι στην ιστορία του σύγχρονου Ελληνισμού, στην Κύπρο και στην Ελλάδα, η ετυμηγορία της ιστορίας για ελάχιστους κορυφαίους πολιτικούς των τελευταίων δεκαετιών μπορεί να είναι τόσο κατηγορηματική, ειδικά σε αυτόν τον τομέα, όσο με τον Τάσσο Παπαδόπουλο.
Σε αυτή τη μακρά πολιτική διαδρομή ο Τάσσος Παπαδόπουλος δεν απουσίασε από κανένα κάλεσμα της πατρίδας του και ούτε κρύφτηκε ποτέ. Το ιστορικό διάγγελμα της 7ης Απριλίου 2004 θα συγκαταλέγεται στο εξής στα πιο σπουδαία ιστορικά και πολιτικά κείμενα της νεότερης μας ιστορίας, σε μια σπάνια συγκυρία όπου ο εκλεγμένος από το λαό ανώτερος κρατικός άρχοντας ανταποκρίθηκε απόλυτα στην κρισιμότητα των περιστάσεων, απευθύνθηκε με ειλικρίνεια και ευθύτητα στους πολίτες, διαθέτοντας ταυτόχρονα την προσωπικότητα, τη βαρύτητα και το κύρος που του επέτρεπαν να επικαλεστεί το δίκαιο, την αξιοπρέπεια και την ιστορία. Όσοι δεν μπορούν ή δεν θέλουν να αντιληφθούν το ιστορικό μεγαλείο εκείνης της βραδιάς της 7ης Απριλίου 2004 και το πολιτικό ανάστημα του Τάσσου Παπαδόπουλου, ας τα συγκρίνουν με την απογοήτευση που σκόρπισαν στον απλό Κύπριο πολίτη οι αντιδράσεις της ανώτερης πολιτικής μας ηγεσίας στις δύο επόμενες μεγάλες κρίσεις που ταλάνισαν τη χώρα μας, τον Ιούλιο του 2011 και τον Μάρτιο του 2013.
Αν και το 2004 αποτελεί την κορυφαία στιγμή της ιστορικής διαδρομής του Τάσσου Παπαδόπουλου, μαζί βεβαίως με τα άλλα επιτεύγματα της προεδρικής του διακυβέρνησης, θα ήταν άδικο να σταθούμε μόνο σε αυτό, εάν θέλουμε να παρουσιάσουμε, έστω σε μια σύντομη ομιλία, τη συνολική του προσφορά στην πατρίδα μας.
Από τα νεανικά του χρόνια όταν, στη Λευκωσία, τα πρώτα του βήματα στη δικηγορία συνέπεσαν με την έναρξη του απελευθερωτικού αγώνα της ΕΟΚΑ, ο Τάσσος Παπαδόπουλος έδωσε δυναμικά το παρόν του, είτε υπερασπίζοντας τα ανθρώπινα δικαιώματα των συμπατριωτών του που βασανίζονταν απάνθρωπα στα μπουντρούμια του Σπέσιαλ Μπραντς και της Ομορφίτας είτε, κυρίως, με την ενεργή του συμμετοχή στην ΕΟΚΑ, για την προώθηση του αιτήματος της αυτοδιάθεσης ένωσης, αναλαμβάνοντας καθοδηγητικά καθήκοντα στην ΠΕΚΑ, την Πολιτική Επιτροπή Κυπριακού Αγώνος. Ο ίδιος θεωρούσε τη συμμετοχή του στην ΕΟΚΑ ως εκτέλεση ενός ελάχιστου και στοιχειώδους χρέους προς την πατρίδα και δεν την διαφήμισε ποτέ. Η συμβολή του, όμως, υπήρξε σημαντική, ιδιαίτερα αν ληφθεί υπόψη το κλειστό συγκεντρωτικό σύστημα διοίκησης της οργάνωσης. Και είναι τραγελαφικό το γεγονός ότι εξαιτίας των κατοπινών πολιτικών επιλογών του Τάσσου Παπαδόπουλου, στα πρώτα χρόνια της δεκαετίας του 1960, ο ρόλος του στην ΕΟΚΑ υποτιμήθηκε και σχεδόν εξαφανίστηκε από ορισμένους. Αντίθετα, ύστερα από μερικές δεκαετίες, για να πληγούν άλλες συγκεκριμένες του πολιτικές επιλογές, που είχαν να κάνουν με τη λύση του Κυπριακού, αλλά και ο ίδιος ο αγώνας της ΕΟΚΑ, η συμβολή του Τάσσου Παπαδόπουλου στον αγώνα του 1955-1959 δαιμονοποιήθηκε και στοχοποιήθηκε από κάποιους άλλους. Ο Τάσσος Παπαδόπουλος παρουσιάστηκε ως «κομμουνιστικοφάγος» γιατί έγραψε φυλλάδια της ΠΕΚΑ και της ΑΝΕ. Με τον ίδιο τρόπο ο Τάσσος Παπαδόπουλος παρουσιάστηκε ως «Τουρκοφάγος» γιατί μετείχε παρασκηνιακά στη λεγόμενη «Οργάνωση», του 1962-1963, όπως ακριβώς είχε πράξει η ελληνική κυπριακή πολιτική ηγεσία της τότε εποχής στο σύνολό της, προσπαθώντας να πετύχει μια στοιχειώδη και υποτυπώδη αμυντική ετοιμότητα της πλευράς μας.
Άλλοι, κι ανάμεσα τους μεγάλες τουρκικές εφημερίδες αλλά και διάφοροι ημέτεροι, εκπορευόμενοι από τα γνωστά ξένα κέντρα διαμόρφωσης της κοινής γνώμης που εδρεύουν στη Λευκωσία, χαρακτήρισαν τον Τάσσο Παπαδόπουλο ως τον «Mr. No». Προφανώς, θα προτιμούσαν όλοι αυτοί, η πολιτική ηγεσία της χώρας μας να αποτελείται από υποτελείς, από Yes men, χωρίς καν δικαίωμα λόγου. Αποκορύφωμα αυτής της γελοίας, άθλιας, αστήρικτης, αλλ’ όμως ευρύτατα διαδεδομένης σπερμολογίας κατηγοριών εναντίον του Τάσσου Παπαδόπουλου στην κρίσιμη για το Κυπριακό δεκαετία του 2000, ήταν το δημοσίευμα σε μια από τις μεγαλύτερες αθηναϊκές εφημερίδες τον Ιούλιο του 2006, που υπέγραφε Έλληνας ομότιμος καθηγητής μεγάλου πανεπιστημίου του Λονδίνου, όπου γράφτηκε επί λέξει ότι ο Τάσσος Παπαδόπουλος, «πρώην φανατικό μέλος της ΕΟΚΑ B΄, δολίως ξεκίνησε τις διαπραγματεύσεις στο πλαίσια του Σχεδίου Ανάν». Ο αρθρογράφος, όπως και μια συγκεκριμένη μερίδα Ελλαδιτών πολιτικών και δημοσιογράφων, που αυτοπροσδιορίζονται ως «εκσυγχονιστές» και κατά καιρούς αρέσκονται σε αφ’ υψηλού μαθήματα «ρεαλισμού» προς τους Κυπρίους, δεν είχε καν γνώση και ιδέα του τι ήταν η ΕΟΚΑ και τι ήταν η ΕΟΚΑ Β΄. Παρόλα αυτά, όλοι αυτοί είχαν άποψη για το Κυπριακό και για το τι έπρεπε να ψηφίσουμε στο Δημοψήφισμα του 2004. Και σε αυτή την περίπτωση, όμως, ο Τάσσος Παπαδόπουλος, παρότι συνελήφθηκε και κρατήθηκε επί τριήμερο στα κελιά του Αστυνομικού Σταθμού Αμμοχώστου στη διάρκεια του πραξικοπήματος, τον Ιούλιο του 1974, δεν απάντησε ποτέ. Ούτε θεώρησε ότι η σύλληψή του αυτή ήταν κάτι που έπρεπε να διαφημίσει.
Στα διάφορα, τέλος, αρνητικά επίθετα που κατά καιρούς προσήψαν στον Τάσσο Παπαδόπουλου για την πολιτική του στο Κυπριακό ξεχωρίζει αυτό του «απορριπτικού», ή όπως έχει μεταλλαχθεί στις μέρες μας, του «μη ρεαλιστή». Ο Τάσσος Παπαδόπουλος υπήρξε αναμφισβήτητα ένας από τους καλύτερους γνώστες του Κυπριακού ζητήματος. Ελάχιστοι πολιτικοί μας έχουν μελετήσει όσο ο Τάσσος Παπαδόπουλος το Κυπριακό, ελάχιστοι έχουν γράψει όσα αυτός για το ίδιο ζήτημα, ακόμη και με την αγαπημένη του άτυπη δημοσιογραφική ιδιότητα, στα χρόνια της έκδοσης της εφημερίδας «Ο Κήρυκας», ελάχιστοι έχουν αφιερώσει τόσο χρόνο αναλύοντας την κάθε λεπτομέρεια, το τελευταίο κόμμα σε κάθε κείμενο που θα διάβαζαν ή θα υπέγραφαν. Ο Παπαδόπουλος υπήρξε ως αγωνιστής βαθύτατα ιδεαλιστής, όπως όλη εκείνη η ευλογημένη γενιά του 1955-1959 που διεκδίκησε με τα όπλα την ελευθερία της. Στο Κυπριακό, όμως, υπήρξε ρεαλιστής επειδή ακριβώς γνώριζε άριστα την πολιτική της Τουρκίας. Και είναι ο πολιτικός του ρεαλισμός που τον οδήγησε στην απόρριψη του Σχεδίου Ανάν. Εκτός και αν κάποιοι ονομάζουν «ρεαλισμό» την αποδοχή της κατάργησης της Κυπριακής Δημοκρατίας και τη συγκυβέρνηση όχι με τους Τουρκοκυπρίους αλλά με την κατοχική δύναμη, σε ένα κρατικό μόρφωμα με ασαφή χαρακτηριστικά και θολή διεθνή προσωπικότητα, όπου δεν κατοχυρώνεται η ασφάλεια, ούτε καν βασικά ανθρώπινα δικαιώματα, που ισχύουν, αντίθετα, σε όλη την υπόλοιπη Ευρωπαϊκή Ένωση. Και όλα αυτά, απλώς και μόνο χάριν εύηχων και απολύτως ιδεαλιστικών και άρα εξωπραγματικών συνθημάτων. Το πραγματικό δίλημμα που αντιμετώπισε ο Τάσσος Παπαδόπουλος στο Κυπριακό και αντιμετωπίζει διαχρονικά ο Κυπριακός Ελληνισμός δεν ήταν «ρεαλισμός εναντίον ιδεαλισμού» είναι το δίλημμα «ρεαλισμός εναντίον πολιτικής αφέλειας». Η σχολή σκέψης που εκπροσωπούσε ο Τάσσος Παπαδόπουλος στο εθνικό μας θέμα ήταν και είναι η μόνη ρεαλιστική. Την διατύπωσε εξάλλου ο ίδιος στο διάγγελμα της 7ης Απριλίου 2004, υποδεικνύοντας το πραγματικό ερώτημα στο οποίο έπρεπε να απαντήσει ο κυπριακός λαός: Το ερώτημα, «Εάν το Σχέδιο Ανάν επιφέρει την επανένωση ή αν διαιωνίζει τη διαίρεση και, μάλιστα, με τη συγκατάθεση και υπογραφή μας.»
Ας είναι αιωνία του η μνήμη.
Ο Τάσσος Παπαδόπουλος αφιέρωσε ένα μεγάλο μέρος των 74 χρόνων της ζωής του στα κοινά και στην πατρίδα του. Γεννήθηκε το 1934 και αφού αποφοίτησε από το Παγκύπριο Γυμνάσιο και ολοκλήρωσε τις νομικές σπουδές του στο Λονδίνο επέστρεψε στη γενέτειρά του, Λευκωσία, έχοντας ήδη αναμιχθεί έντονα στο κυπριακό φοιτητικό κίνημα και στις παροικιακές οργανώσεις της αγγλικής πρωτεύουσας. Ολοκλήρωσε την προσφορά του και τον κύκλο της βιολογικής του ζωής το 2008, έτος κατά το οποίο απέτυχε να εκλεγεί για δεύτερη συνεχόμενη θητεία στο προεδρικό αξίωμα, έχοντας συμπληρώσει πέντε δεκαετίες συνεχούς πρωταγωνιστικής δράσης στην κυπριακή πολιτική σκηνή.
Ο Τάσσος Παπαδόπουλος δεν υπήρξε απλώς μια από τις εμβληματικές φυσιογνωμίες της νεότερης και σύγχρονης ιστορίας της Κύπρου, που ανήγειραν και κράτησαν όρθιο το οικοδόμημα της 53χρονης σήμερα Κυπριακής Δημοκρατίας, αλλά ήταν ένας από τους τελευταίους μεγάλους πολιτικούς ηγέτες του νεότερου Ελληνισμού. Διακρινόμενος από το ήθος, τη σεμνότητα και την εντιμότητα που χαρακτήριζε τους πολιτικούς της προηγούμενης γενιάς, σε συνδυασμό με την εργατικότητα, τη μαχητικότητα, το πάθος του για την Κύπρο και την αφοσίωσή του στον αγώνα για την επικράτηση της δικαιοσύνης, ο Τάσσος Παπαδόπουλος ήταν ένας από λίγους πολιτικούς των τελευταίων χρόνων στην Κύπρο και στην Ελλάδα, που κατάφερε να εμπνεύσει, να δημιουργήσει ελπίδες, να συσπειρώσει τους πολίτες πέρα και πάνω από τις κομματικές γραμμές, να αντισταθεί και να μην υποκύψει στις παράλογες πιέσεις των ξένων. Σε μια εποχή όπου η οξύτατη οικονομική και κοινωνική κρίση συνοδεύεται από την καλπάζουσα απαξίωση της πολιτικής και των πολιτικών, σε χρόνους όπου η ουσία των πολιτικών επιχειρημάτων έχει δώσει τη θέση της στους κανόνες της λεγόμενης πολιτικής επικοινωνίας, σε μια ιστορική περίοδο δομικών ανακατατάξεων, δοκιμασίας της προοπτικής της ευρωπαϊκής ενοποίησης και απεγνωσμένης αναζήτησης οραμάτων και προσανατολισμού, οι πραγματικοί ηγέτες σπανίζουν, εάν δεν έχουν εκλείψει οριστικά. Και αυτό δεν είναι φαινόμενο κυπριακό ή ελλαδικό, είναι πανευρωπαϊκό και παγκόσμιο και ούτε παρουσιάζεται για πρώτη φορά. Ζούμε σε μια εποχή όπου, για να θυμηθούμε μια βυζαντινή ρήση, το τάλαντον εγένετο πληθύς οβολών. Δυστυχώς.
Γιατί όμως χαρακτηρίζουμε μεγάλο πολιτικό και κορυφαία μορφή του σύγχρονου Ελληνισμού τον Τάσσο Παπαδόπουλο; Για πολλούς λόγους: Γιατί υπήρξε πολιτικός των έργων και του προσωπικού παραδείγματος και όχι των λόγων, πολύ δε μάλλον γιατί δεν υπέκυψε στην αβάστακτη ελαφρότητα του λαϊκισμού και των εύκολων προεκλογικών υποσχέσεων. Τα όσα λέχθηκαν στην προεκλογική περίοδο του Φεβρουαρίου του 2008 είναι ακόμη νωπά, έστω και αν κάποιοι νομίζουν ότι στην πολιτική τα πάντα εξαρτώνται από το πρόσκαιρο αποτέλεσμα, τον βραχυπρόθεσμο σκοπό που αγιάζει, υποτίθεται, τα μέσα.
Ο Τάσσος Παπαδόπουλος υπηρέτησε την πατρίδα του ευόρκως και επάξια από διάφορους υπουργικούς θώκους στις κυβερνήσεις του Αρχιεπισκόπου Μακαρίου, και δημιούργησε σε όλους σημαντικό έργο υποδομής ως παρακαταθήκη, σε μια εποχή που θεμελιωνόταν ένα νέο κράτος, ύστερα από αιώνες δουλείας. Ξεκινώντας από το άτυπο χαρτοφυλάκιο του Υπουργείου Εσωτερικών της μεταβατικής περιόδου του 1959-1960, άφησε έντονη τη σφραγίδα του στην πρώτη δεκαετία ζωής της Κυπριακής Δημοκρατίας σε τρία υπουργεία από τα θεωρούμενα ως μη προβεβλημένα. Τη διαδρομή αυτή ακολούθησε η άμεση εμπλοκή του στις διακοινοτικές συνομιλίες, είτε ως σύμβουλος του Γλαύκου Κληρίδη, είτε ως επίσημος συνομιλητής κατά το 1976-1978, η εκλογή του ως βουλευτή, η προεδρία του ΔΗΚΟ και της Βουλής, και ως αποκορύφωμα και επιστέγασμα, το ύπατο αξίωμα, η ανάληψη της προεδρίας της Κυπριακής Δημοκρατίας, το 2003. Τίμησε όλα τα αξιώματα που του ανατέθηκαν ή στα οποία εκλέχθηκε, δεν ευτέλισε ποτέ τους θεσμούς, κρίθηκε επανειλημμένα και πέρασε επιτυχώς την αδέκαστη και σκληρή αξιολόγηση της διαχρονικής ρήσης «αρχή τον άνδρα δείκνυσι». Είναι τραγική η διαπίστωση ότι στην ιστορία του σύγχρονου Ελληνισμού, στην Κύπρο και στην Ελλάδα, η ετυμηγορία της ιστορίας για ελάχιστους κορυφαίους πολιτικούς των τελευταίων δεκαετιών μπορεί να είναι τόσο κατηγορηματική, ειδικά σε αυτόν τον τομέα, όσο με τον Τάσσο Παπαδόπουλο.
Σε αυτή τη μακρά πολιτική διαδρομή ο Τάσσος Παπαδόπουλος δεν απουσίασε από κανένα κάλεσμα της πατρίδας του και ούτε κρύφτηκε ποτέ. Το ιστορικό διάγγελμα της 7ης Απριλίου 2004 θα συγκαταλέγεται στο εξής στα πιο σπουδαία ιστορικά και πολιτικά κείμενα της νεότερης μας ιστορίας, σε μια σπάνια συγκυρία όπου ο εκλεγμένος από το λαό ανώτερος κρατικός άρχοντας ανταποκρίθηκε απόλυτα στην κρισιμότητα των περιστάσεων, απευθύνθηκε με ειλικρίνεια και ευθύτητα στους πολίτες, διαθέτοντας ταυτόχρονα την προσωπικότητα, τη βαρύτητα και το κύρος που του επέτρεπαν να επικαλεστεί το δίκαιο, την αξιοπρέπεια και την ιστορία. Όσοι δεν μπορούν ή δεν θέλουν να αντιληφθούν το ιστορικό μεγαλείο εκείνης της βραδιάς της 7ης Απριλίου 2004 και το πολιτικό ανάστημα του Τάσσου Παπαδόπουλου, ας τα συγκρίνουν με την απογοήτευση που σκόρπισαν στον απλό Κύπριο πολίτη οι αντιδράσεις της ανώτερης πολιτικής μας ηγεσίας στις δύο επόμενες μεγάλες κρίσεις που ταλάνισαν τη χώρα μας, τον Ιούλιο του 2011 και τον Μάρτιο του 2013.
Αν και το 2004 αποτελεί την κορυφαία στιγμή της ιστορικής διαδρομής του Τάσσου Παπαδόπουλου, μαζί βεβαίως με τα άλλα επιτεύγματα της προεδρικής του διακυβέρνησης, θα ήταν άδικο να σταθούμε μόνο σε αυτό, εάν θέλουμε να παρουσιάσουμε, έστω σε μια σύντομη ομιλία, τη συνολική του προσφορά στην πατρίδα μας.
Από τα νεανικά του χρόνια όταν, στη Λευκωσία, τα πρώτα του βήματα στη δικηγορία συνέπεσαν με την έναρξη του απελευθερωτικού αγώνα της ΕΟΚΑ, ο Τάσσος Παπαδόπουλος έδωσε δυναμικά το παρόν του, είτε υπερασπίζοντας τα ανθρώπινα δικαιώματα των συμπατριωτών του που βασανίζονταν απάνθρωπα στα μπουντρούμια του Σπέσιαλ Μπραντς και της Ομορφίτας είτε, κυρίως, με την ενεργή του συμμετοχή στην ΕΟΚΑ, για την προώθηση του αιτήματος της αυτοδιάθεσης ένωσης, αναλαμβάνοντας καθοδηγητικά καθήκοντα στην ΠΕΚΑ, την Πολιτική Επιτροπή Κυπριακού Αγώνος. Ο ίδιος θεωρούσε τη συμμετοχή του στην ΕΟΚΑ ως εκτέλεση ενός ελάχιστου και στοιχειώδους χρέους προς την πατρίδα και δεν την διαφήμισε ποτέ. Η συμβολή του, όμως, υπήρξε σημαντική, ιδιαίτερα αν ληφθεί υπόψη το κλειστό συγκεντρωτικό σύστημα διοίκησης της οργάνωσης. Και είναι τραγελαφικό το γεγονός ότι εξαιτίας των κατοπινών πολιτικών επιλογών του Τάσσου Παπαδόπουλου, στα πρώτα χρόνια της δεκαετίας του 1960, ο ρόλος του στην ΕΟΚΑ υποτιμήθηκε και σχεδόν εξαφανίστηκε από ορισμένους. Αντίθετα, ύστερα από μερικές δεκαετίες, για να πληγούν άλλες συγκεκριμένες του πολιτικές επιλογές, που είχαν να κάνουν με τη λύση του Κυπριακού, αλλά και ο ίδιος ο αγώνας της ΕΟΚΑ, η συμβολή του Τάσσου Παπαδόπουλου στον αγώνα του 1955-1959 δαιμονοποιήθηκε και στοχοποιήθηκε από κάποιους άλλους. Ο Τάσσος Παπαδόπουλος παρουσιάστηκε ως «κομμουνιστικοφάγος» γιατί έγραψε φυλλάδια της ΠΕΚΑ και της ΑΝΕ. Με τον ίδιο τρόπο ο Τάσσος Παπαδόπουλος παρουσιάστηκε ως «Τουρκοφάγος» γιατί μετείχε παρασκηνιακά στη λεγόμενη «Οργάνωση», του 1962-1963, όπως ακριβώς είχε πράξει η ελληνική κυπριακή πολιτική ηγεσία της τότε εποχής στο σύνολό της, προσπαθώντας να πετύχει μια στοιχειώδη και υποτυπώδη αμυντική ετοιμότητα της πλευράς μας.
Άλλοι, κι ανάμεσα τους μεγάλες τουρκικές εφημερίδες αλλά και διάφοροι ημέτεροι, εκπορευόμενοι από τα γνωστά ξένα κέντρα διαμόρφωσης της κοινής γνώμης που εδρεύουν στη Λευκωσία, χαρακτήρισαν τον Τάσσο Παπαδόπουλο ως τον «Mr. No». Προφανώς, θα προτιμούσαν όλοι αυτοί, η πολιτική ηγεσία της χώρας μας να αποτελείται από υποτελείς, από Yes men, χωρίς καν δικαίωμα λόγου. Αποκορύφωμα αυτής της γελοίας, άθλιας, αστήρικτης, αλλ’ όμως ευρύτατα διαδεδομένης σπερμολογίας κατηγοριών εναντίον του Τάσσου Παπαδόπουλου στην κρίσιμη για το Κυπριακό δεκαετία του 2000, ήταν το δημοσίευμα σε μια από τις μεγαλύτερες αθηναϊκές εφημερίδες τον Ιούλιο του 2006, που υπέγραφε Έλληνας ομότιμος καθηγητής μεγάλου πανεπιστημίου του Λονδίνου, όπου γράφτηκε επί λέξει ότι ο Τάσσος Παπαδόπουλος, «πρώην φανατικό μέλος της ΕΟΚΑ B΄, δολίως ξεκίνησε τις διαπραγματεύσεις στο πλαίσια του Σχεδίου Ανάν». Ο αρθρογράφος, όπως και μια συγκεκριμένη μερίδα Ελλαδιτών πολιτικών και δημοσιογράφων, που αυτοπροσδιορίζονται ως «εκσυγχονιστές» και κατά καιρούς αρέσκονται σε αφ’ υψηλού μαθήματα «ρεαλισμού» προς τους Κυπρίους, δεν είχε καν γνώση και ιδέα του τι ήταν η ΕΟΚΑ και τι ήταν η ΕΟΚΑ Β΄. Παρόλα αυτά, όλοι αυτοί είχαν άποψη για το Κυπριακό και για το τι έπρεπε να ψηφίσουμε στο Δημοψήφισμα του 2004. Και σε αυτή την περίπτωση, όμως, ο Τάσσος Παπαδόπουλος, παρότι συνελήφθηκε και κρατήθηκε επί τριήμερο στα κελιά του Αστυνομικού Σταθμού Αμμοχώστου στη διάρκεια του πραξικοπήματος, τον Ιούλιο του 1974, δεν απάντησε ποτέ. Ούτε θεώρησε ότι η σύλληψή του αυτή ήταν κάτι που έπρεπε να διαφημίσει.
Στα διάφορα, τέλος, αρνητικά επίθετα που κατά καιρούς προσήψαν στον Τάσσο Παπαδόπουλου για την πολιτική του στο Κυπριακό ξεχωρίζει αυτό του «απορριπτικού», ή όπως έχει μεταλλαχθεί στις μέρες μας, του «μη ρεαλιστή». Ο Τάσσος Παπαδόπουλος υπήρξε αναμφισβήτητα ένας από τους καλύτερους γνώστες του Κυπριακού ζητήματος. Ελάχιστοι πολιτικοί μας έχουν μελετήσει όσο ο Τάσσος Παπαδόπουλος το Κυπριακό, ελάχιστοι έχουν γράψει όσα αυτός για το ίδιο ζήτημα, ακόμη και με την αγαπημένη του άτυπη δημοσιογραφική ιδιότητα, στα χρόνια της έκδοσης της εφημερίδας «Ο Κήρυκας», ελάχιστοι έχουν αφιερώσει τόσο χρόνο αναλύοντας την κάθε λεπτομέρεια, το τελευταίο κόμμα σε κάθε κείμενο που θα διάβαζαν ή θα υπέγραφαν. Ο Παπαδόπουλος υπήρξε ως αγωνιστής βαθύτατα ιδεαλιστής, όπως όλη εκείνη η ευλογημένη γενιά του 1955-1959 που διεκδίκησε με τα όπλα την ελευθερία της. Στο Κυπριακό, όμως, υπήρξε ρεαλιστής επειδή ακριβώς γνώριζε άριστα την πολιτική της Τουρκίας. Και είναι ο πολιτικός του ρεαλισμός που τον οδήγησε στην απόρριψη του Σχεδίου Ανάν. Εκτός και αν κάποιοι ονομάζουν «ρεαλισμό» την αποδοχή της κατάργησης της Κυπριακής Δημοκρατίας και τη συγκυβέρνηση όχι με τους Τουρκοκυπρίους αλλά με την κατοχική δύναμη, σε ένα κρατικό μόρφωμα με ασαφή χαρακτηριστικά και θολή διεθνή προσωπικότητα, όπου δεν κατοχυρώνεται η ασφάλεια, ούτε καν βασικά ανθρώπινα δικαιώματα, που ισχύουν, αντίθετα, σε όλη την υπόλοιπη Ευρωπαϊκή Ένωση. Και όλα αυτά, απλώς και μόνο χάριν εύηχων και απολύτως ιδεαλιστικών και άρα εξωπραγματικών συνθημάτων. Το πραγματικό δίλημμα που αντιμετώπισε ο Τάσσος Παπαδόπουλος στο Κυπριακό και αντιμετωπίζει διαχρονικά ο Κυπριακός Ελληνισμός δεν ήταν «ρεαλισμός εναντίον ιδεαλισμού» είναι το δίλημμα «ρεαλισμός εναντίον πολιτικής αφέλειας». Η σχολή σκέψης που εκπροσωπούσε ο Τάσσος Παπαδόπουλος στο εθνικό μας θέμα ήταν και είναι η μόνη ρεαλιστική. Την διατύπωσε εξάλλου ο ίδιος στο διάγγελμα της 7ης Απριλίου 2004, υποδεικνύοντας το πραγματικό ερώτημα στο οποίο έπρεπε να απαντήσει ο κυπριακός λαός: Το ερώτημα, «Εάν το Σχέδιο Ανάν επιφέρει την επανένωση ή αν διαιωνίζει τη διαίρεση και, μάλιστα, με τη συγκατάθεση και υπογραφή μας.»
Ας είναι αιωνία του η μνήμη.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Παρακαλώ όχι υβριστικά σχόλια,το ellada-kupros δεν φέρει ευθύνη για τυχόν υβριστικούς χαρακτηρισμούς.Σφάξτε τους με το βαμβάκι..έχουμε πλούσιο λεξιλόγιο άλλωστε.