Η Κύπρος έπεσε, ουσιαστικά αμαχητί. Πολιτική και στρατιωτική ηγεσία παρέδωσαν σπάνια μαθήματα προδοτικής ανευθυνότητας, αφήνοντας ελάχιστους ηρωικούς αξιωματικούς και οπλίτες να τα βάλουν με το τουρκικό εκστρατευτικό σώμα.
Κείμενο: Σταύρος Καρκαλέτσης, ιστορικός
Το 1974, ο “Αττίλας” ξανακτυπούσε για δεύτερη φορά το πολύπαθο “νησί της Αφροδίτης”, με τον ίδιο πάλι σκοπό: την κατάκτηση. Η πρώτη φορά ήταν το 1571, όταν ύστερα από πολύμηνη και εξαντλητική πολιορκία οι οθωμανικές δυνάμεις με επικεφαλής τον Λαλά – Μουσταφά έκαμψαν την ηρωική, αλλά και απεγνωσμένη, αντίσταση των υπερασπιστών της Αμμοχώστου. Οι ιστορικοί νόμοι, αδίστακτοι και επαναλαμβανόμενοι με θαυμαστή νομοτέλεια, εμφανίστηκαν ξανά εκείνο το μαύρο πρωινό της 20ης Ιουλίου 1974, 8 χιλιόμετρα δυτικά της Κυρήνειας.
Στο προσκλητήριο αυτό, ο Ελληνισμός και πρωτίστως το Εθνικό του Κέντρο, η Ελλάδα, κλήθηκαν να υπερασπισθούν όχι απλά την προς ανατολάς έπαλξη, την Κύπρο, αλλά την ίδια τους την τιμή.
Οι συνθήκες, ήταν αντίξοες εξαιτίας εσωτερικών αλλά και εξωγενών παραγόντων. Πρώτον, η Ελλάδα ήταν δέσμια της γεωγραφίας ως προς την υπεράσπιση της Κύπρου. Η Μεγαλόνησος, σύμφωνα τουλάχιστον με το τότε κυρίαρχο δόγμα, ήταν μια γεωστρατιωτικώς μακρινή υπόθεση. Δεύτερον, η στρατηγική αποτροπή, η οποία άρχισε να υλοποιείται το 1964, είχε πλέον “εξατμιστεί”, αφού ο εγγυητής της, η ελλαδική μεραρχία, είχε από τον Δεκέμβριο του 1967 αποσυρθεί από το νησί. Και τρίτον, και χειρότερο όλων, το έθνος εισερχόταν στον αγώνα βαθιά διχασμένο, μέσα από μια αυτοκαταστροφική πορεία, η οποία κορυφώθηκε και εκφράσθηκε με την εκδήλωση του πραξικοπήματος, πέντε ημέρες πριν από την τουρκική εισβολή.
Σε ένα τέτοιο θολό τοπίο, ο κυπριακός Ελληνισμός, διαιρεμένος και με τα πολιτικά πάθη οξυμένα όσο ποτέ, εισήλθε στον αγώνα υπέρ βωμών και εστιών. Οι Ελλαδίτες και οι Κύπριοι, οπλίτες και αξιωματικοί, κατήλθαν στον αγώνα έμπλεοι ενθουσιασμού και υψηλού φρονήματος, ιδιαίτερα στην πρώτη φάση της εισβολής, όταν πίστευαν ακλόνητα ότι η Ελλάδα θα επενέβαινε.
Δυστυχώς, όμως, το αυτοαποκαλούμενο Εθνικό Κέντρο δεν φρόντισε, έστω και την ύστατη ώρα, να δικαιολογήσει τον τίτλο του. Τα “ελληνικά φτερά” παρέμειναν καθηλωμένα στα αεροδρόμια, ενώ θα μπορούσαν να μετατρέψουν τις ακτές της Κυρήνειας σε τάφο του τουρκικού επεκτατισμού.
Μόνοι, λοιπόν, έμειναν και πολέμησαν τον “Αττίλα” οι Έλληνες στρατιώτες. Πολλοί έπεσαν για την ελευθερία. Άλλοι αγνοούνται, συμπυκνώνοντας στις μορφές τους την πλέον τραγική διάσταση της μάχης της Κύπρου. Οι υπόλοιποι έμειναν να φέρουν μέσα τους βαρύ το φορτίο της πίκρας για την απώλεια του τόπου και των συμπολεμιστών τους. Όλοι τους, όμως, έμειναν εκεί. Και πολέμησαν με ηρωισμό που άγγιξε συχνά τα όρια της παραφροσύνης. Οι Έλληνες αξιωματικοί και στρατιώτες ήταν το 1974 παρόντες στο προσκλητήριο της μάχης και της τιμής. Αυτή που απογοήτευσε, λάμποντας διά της απουσίας της, ήταν η πολιτική και η στρατιωτική τους ηγεσία…
Η ημισέληνος βρυχάται
Οι προετοιμασίες των τουρκικών δυνάμεων που θα εκτελούσαν την απόβαση, ξεκίνησαν τον Απρίλιο του 1974. Η ΚΥΠ ενημέρωνε το Πεντάγωνο για αυξημένη τουρκική δραστηριότητα. Η λειτουργία του τουρκικού ραντάρ στο ακρωτήριο Αναμούρ (απέναντι από την Κύπρο) είχε ενταθεί, ενώ ο κύριος όγκος των μαχητικών αεροσκαφών της Τουρκικής Αεροπορίας μετακινούνταν προς το δυτικό και νότιο τμήμα της χώρας.
Μετά το πραξικόπημα κατά του Μακαρίου, στην Άγκυρα σήμανε συναγερμός. Η πολιτική και στρατιωτική ηγεσία της χώρας προσήλθε σε πυρετώδεις συσκέψεις. Την Τρίτη 16 Ιουλίου 1974, έπειτα από τετράωρη σύσκεψη στο τουρκικό Γενικό Επιτελείο Στρατού, αποσαφηνίστηκε το τελικό σχέδιο της εισβολής. Ο λόγος σε Τούρκο επιτελή: “Εγκαταλείψαμε το προηγούμενο σχέδιο, που προέβλεπε απόβαση στην περιοχή Μπογάζ, 36 χιλιόμετρα βόρεια της Αμμοχώστου. Και ευτυχώς, διότι πληροφορηθήκαμε εκ των υστέρων ότι οι Έλληνες είχαν λάβει αυξημένα μέτρα εκεί. Ήλεγχαν τον δρόμο Αμμοχώστου – Λευκωσίας με πολλές δυνάμεις και, επιπλέον, επειδή ήταν Ιούλιος, στην περιοχή υπήρχαν χιλιάδες τουρίστες. Μερικές εκατοντάδες Τούρκοι στρατιώτες, που θα αποβιβάζονταν σε μία τέτοια πόλη, θα χάνονταν. Γι’ αυτό επιλέξαμε μία μικρή παραλία δυτικά της Κυρήνειας”.
Το τουρκικό επιτελείο ανέθεσε το βάρος της εισβολής στην 28η και την 39η Μεραρχία, καθεμία από τις οποίες διέθετε τρία συντάγματα. Διατέθηκαν επίσης μία ταξιαρχία αλεξιπτωτιστών, ένα σύνταγμα καταδρομών, συμπεριλήφθηκε τμήμα της 5ης Τεθωρακισμένης Ταξιαρχίας και 400 πεζοναύτες. Η προαναφερθείσα δύναμη άγγιζε τους 36-38.000 άνδρες. Από πλευράς αρματικής υποστήριξης, προβλεπόταν η διάθεση 160 αρμάτων Μ-47 και Μ-48. Από αέρος, θα συμμετείχαν 80 μαχητικά αεροσκάφη, από τα οποία τα μισά και πλέον ήταν τύπου F-100.
Στις 17 Ιουλίου συγκεντρώθηκαν στο λιμάνι της Μερσίνας τα αποβατικά και αρματαγωγά σκάφη που θα μετέφεραν το πρώτο αποβατικό κύμα. Την ημέρα αυτή μεταφέρθηκαν στα σκάφη 50 τόνοι πυρομαχικών. Ολόκληρη η τουρκική επικράτεια καταλήφθηκε από πολεμικό παροξυσμό. Οι πόλεις σείονταν από ανθελληνικές διαδηλώσεις, όπου κυριάρχησε το σύνθημα “μουνταχαλέ” (απόβαση), ενώ ο τουρκικός Τύπος υποδαύλιζε στο έπακρο τα πλήθη.
Τουρκική πηγή ανέφερε σχετικά:
“Σε όλα τα σημεία της χώρας υπήρχε μία γενική κατάπληξη, η οποία σιγά σιγά μεταβλήθηκε σε ξέφρενο ξέσπασμα. Ο τουρκικός λαός ξέσπασε γιατί, ενώ τα τελευταία χρόνια ξελαρυγγιαζόταν στα διάφορα συλλαλητήρια, στη συνέχεια επέστρεφε άπραγος στο σπίτι του. Ξέσπασε γιατί τον βασάνιζαν τα αισθήματα που του προξενούσε η οικονομική του υπανάπτυξη. Ξέσπασε εναντίον του Έλληνα, τον οποίο υποτιμούσε, τον έβλεπε, όμως, να προηγείται ως προς την οικονομική και κοινωνική του δομή”.
Ήταν τέτοια η μανία του τουρκικού πλήθους, ώστε, όταν εκδηλώθηκε η εισβολή, το πρωινό της 20ης Ιουλίου, στα στρατολογικά γραφεία των Αδάνων σημειώθηκε κοσμοσυρροή. Χιλιάδες Τούρκοι, μαινόμενοι, προσήλθαν εθελοντικά και ζητούσαν οπλισμό και επιβίβαση για την Κύπρο…
Από τις 18 Ιουλίου παρατηρήθηκε έντονη δραστηριότητα σε όλα τα αεροδρόμια της Νότιας Τουρκίας, κυρίως δε σε αυτό των Αδάνων. Η ΚΥΠ, βάσει συνεχών υποκλοπών που διενεργούσαν τα κλιμάκια της Κύπρου, πιστοποίησε διαρκή ανταλλαγή σημάτων μεταξύ της τουρκοκυπριακής στρατιωτικής διοίκησης της Λευκωσίας και της Μερσίνας. Την ίδια στιγμή η ΤΟΥΡΔΥΚ (Τουρκική Δύναμη Κύπρου) και τα τάγματα των Τουρκοκύπριων τέθηκαν σε επιφυλακή.
Οι προετοιμασίες κορυφώθηκαν στις 19 Ιουλίου. Νωρίς το πρωί ολοκληρώθηκε η επιβίβαση των μονάδων στα αποβατικά σκάφη και η νηοπομπή ετοιμάστηκε προς απόπλου. Αποτελείτο από 20 περίπου μέσα και γενικής χρήσης αποβατικά, αρματαγωγά περιορισμένης μεταφορικής ικανότητας (έως τρία άρματα) και ένα μεγάλο αρματαγωγό. Για την προστασία της νηοπομπής το τουρκικό Πολεμικό Ναυτικό διάθεσε πέντε αντιτορπιλικά. Η επιβιβασθείσα δύναμη ανήλθε στους περίπου 3.200 άνδρες.
Η νηοπομπή εξήλθε του λιμανιού της Μερσίνας γύρω στις 17:00 υπό τις επευφημίες χιλιάδων ανθρώπων, καταληφθέντων από ανθελληνικό μένος. Χαρακτηριστικά, αναφέρθηκε ότι το πλήρωμα του ελληνικού εμπορικού πλοίο “Εμπρός”, το οποίο βρισκόταν ελλιμενισμένο στην ίδια πόλη, κινδύνευσε να λιντσαριστεί από το μαινόμενο πλήθος. Οι Έλληνες ναυτικοί θεωρήθηκαν ύποπτοι κατασκοπείας και το “Εμπρός” ρυμουλκήθηκε σε μία προβλήτα. Ο ασύρματος του πλοίου υποχρεώθηκε σε σφράγιση και η γαλανόλευκη υπεστάλη.
Από το πρωί όλα τα διεθνή ειδησεογραφικά πρακτορεία μετέδιδαν τις προετοιμασίες των Τούρκων, ενώ το BBC προέβαλε εικόνες του απόπλου, στις 17:30. Η αντίδραση Αθήνας και Λευκωσίας παρέμεινε ανεξήγητα απαθής. Το στρατιωτικό καθεστώς των Αθηνών εμφανίσθηκε πεπεισμένο ότι οι Τούρκοι θα περιόριζαν τις αντιδράσεις τους σε κινήσεις εντυπωσιασμού. Στη “νάρκωση” της ελληνικής πλευράς συνέβαλαν με έξυπνο τρόπο οι Τούρκοι: στην Άγκυρα ανακοινώθηκε ότι η Μεγάλη Τουρκική Εθνοσυνέλευση θα συνερχόταν το Σάββατο 20 Ιουλίου, προς λήψη απόφασης. Παγιώθηκε έτσι στην Αθήνα η πεποίθηση ότι η Τουρκία δεν θα έπραττε τίποτα ως τότε, ενώ στην πραγματικότητα η απόφαση για εισβολή ήταν ήδη ειλημμένη.
Οι πρώτες ώρες της εισβολής
Διαβάστε την συνέχεια στο http://istoriaa.wordpress.com
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Παρακαλώ όχι υβριστικά σχόλια,το ellada-kupros δεν φέρει ευθύνη για τυχόν υβριστικούς χαρακτηρισμούς.Σφάξτε τους με το βαμβάκι..έχουμε πλούσιο λεξιλόγιο άλλωστε.