«Από μέρους του Ευαγόρα Παλληκαρίδη και του πατέρα του, ο οποίος υπηρέτησε την Κυβέρνηση για πολλά χρόνια ως αστυνομικός και της μητέρας του, κάνουμε ύστατη έκκληση προς την υμετέραν μεγαλειότητα όπως μετατραπεί η ποινή θανάτου που η εκτέλεση αναμένεται να γίνει στις Κεντρικές φυλακές της Λευκωσίας στις 14/3/1957. Βρέθηκε ένοχος μόνο για μεταφορά όπλου, χωρίς σφαίρες και παραδόθηκε χωρίς αντίσταση. Παρακαλούμε τη Μεγαλειότητά σας να συστήσει ευσπλαχνία».
Το συγκεκριμένο τηλεγράφημα, όπως και πολλά άλλα που έφτασαν στα ανάκτορα της Ελισάβετ και στα γραφεία της βρετανικής κυβέρνησης από κάθε γωνιά του πλανήτη, παραμένουν μέχρι σήμερα αναπάντητα.
Ο Ευαγόρας στο τελευταίο γράμμα του δηλώνει:
Θ΄ ακολουθήσω με θάρρος τη μοίρα μου. Ίσως αυτό να ναι το τελευταίο μου γράμμα. Μα πάλι δεν πειράζει. Δεν λυπάμαι για τίποτα. Ας χάσω το κάθε τι. Μια φορά κανείς πεθαίνει. Θα βαδίσω χαρούμενος στην τελευταία μου κατοικία. Τι σήμερα τι αύριο; Όλοι πεθαίνουν μια μέρα. Είναι καλό πράγμα να πεθαίνει κανείς για την Ελλάδα. Ώρα 7:30. Η πιο όμορφη μέρα της ζωής μου. Η πιο όμορφη ώρα. Μη ρωτάτε γιατί.
Τα μεσάνυχτα της 13ης Μαρτίου 1957 οδηγείται στην αγχόνη. Τραγουδά τον Εθνικό Ύμνο. Δύο λεπτά αργότερα (14 Μαρτίου) η καταπακτή ανοίγει και ο Ευαγόρας Παλληκαρίδης περνά στην αιωνιότητα.
ΑΘΑΝΑΤΟΣ!
Απαγχονίστηκε στις 14 Μαρτίου 1957, σε ηλικία μόλις 19 ετών. Ήταν ο νεαρότερος αλλά και ο τελευταίος αγωνιστής που απαγχονίστηκε από τους Άγγλους.
Ο τάφος του βρίσκεται στα Φυλακισμένα Μνήματα στη Λευκωσία.